Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ πάντα ἀγαϑός

См. также в других словарях:

  • ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… …   Православная энциклопедия

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • БРАК — общественный, и в частности правовой, институт, заключающийся в продолжительном союзе лиц муж. и жен. пола, составляющем основу семьи. История человечества знает разные формы Б.: моногамный (Б. одного мужа и одной жены), полигамный (многоженство) …   Православная энциклопедия

  • κατορθωτικός — κατορθωτικός, ή, όν (ΑΜ) [κατορθωτής] ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῡτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόν η ιδιότητα αυτού που… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • SOTER — I. SOTER Graece Σωτηρ, ita magnum, teste Cicerone Orat. 7. seu Act. 4. Verr. ut Latinô verbo exprimi non possu; Is est nimirum Soter, qui salutem dedit. Nempe ut censer Becmannus de Origin. L. L. in voce Iuppiter: servivit causae suae (Tullius,)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ГЛАВОПРЕКЛОННАЯ МОЛИТВА — [греч. εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας], молитва, во время чтения к рой священником народ совершает главопреклонение. В богослужении древней Церкви склонение головы как знак принятия заключительного благословения предстоятеля перед отпустом было очень… …   Православная энциклопедия

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»